συγκατοικώ

συγκατοικώ
[синкатико] р. сожительствовать,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συγκατοικώ" в других словарях:

  • συγκατοικώ — συγκατοικῶ, έω, ΝΑ [συγκάτοικος] νεοελλ. κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος αρχ. 1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», Πλούτ.) 2. μτφ. συνυπάρχω («γέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος»,… …   Dictionary of Greek

  • συγκατοικώ — συγκατοικώ, συγκατοίκησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκατοικώ — συγκατοίκησα, κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι: Συγκατοικεί με δύο άλλους φοιτητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • μεταναιετώ — μεταναιετῶ, άω (Α) κατοικώ με κάποιον, συγκατοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιετῶ «κατοικώ»] …   Dictionary of Greek

  • ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • ομωροφώ — ὁμωροφῶ, έω (Α) [ομώροφος] είμαι ομώροφος με κάποιον, συγκατοικώ, συνοικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συγκατοίκηση — η, Ν το να κατοικεί κανείς μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, συνοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκατοίκησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

  • συζώ — συζῶ, άω, ΝΑ ζω μαζί με κάποιον στο ίδιο οίκημα, συμβιώνω, συγκατοικώ νεοελλ. ζω με άτομο τού αντίθετου φύλου ως ανδρόγυνο χωρίς να είμαι νόμιμος ή νόμιμη σύζυγος αρχ. ζω μαζί με άλλον στην ίδια κοινωνία («τίς... τῶν οὐκ ὁρθῶν πολιτειῶν τούτων… …   Dictionary of Greek

  • συναυλίζομαι — ΜΑ [σύναυλος (II)] έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι αρχ. 1. συγκατοικώ 2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.) 3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»